- σίζω
- ΝΑεκβάλλω συριστικό ήχο, κάνω σσσ..., σαν τον ήχο που παράγεται όταν θερμό μέταλλο και, γενικά, πυρωμένο σώμα βυθίζεται σε κρύο νερό ή επίσης σαν τον ήχο που παράγεται κατά το σβήσιμο τής φωτιάςνεοελλ.1. επιβάλλω σιωπή εκφέροντας συνεχώς τον ήχο αυτό2. σφυρίζω3. φρ. «σίζοντες φθόγγοι» ή απλώς «σίζοντα»γραμμ. οι φθόγγοι σ, ζ, τσ, τζ, οι οποίοι ονομάζονται έτσι, επειδή κατά την προφορά τους παράγεται ο παραπάνω ήχος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για προϊόν ονοματοποιίας, που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sui- «σφυρίζω» (πρβλ. λατ. sibilo, γαλλ. siffler)].
Dictionary of Greek. 2013.